ἡμίφλεκτος

ἡμίφλεκτος
ἡμι-φλεγής, u. ἡμίφλεκτος, halb verbrannt. Übertr., von der Liebe halb verzehrt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἡμίφλεκτος — half burnt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίφλεκτος — η, ο (Α ἡμίφλεκτος, ον) σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ομό φλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίφλεκτον — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem acc sg ἡμίφλεκτος half burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφλέκτους — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφλέκτων — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίφλεκτα — ἡμίφλεκτος half burnt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίφλεκτοι — ἡμίφλεκτος half burnt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”